ωστήρας

ωστήρας
ο, Ν
όργανο με το οποίο ασκείται ώθηση, ωστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ- τού μέλλ. ὤσω τού ωθώ + επίθημα -τήρας* (πρβλ. βρασ-τήρας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ελαιοδυναμικά μηχανήματα — Μηχανές που χρησιμοποιούν την πίεση του ελαίου για να εκτελέσουν ένα μηχανικό έργο. Αποτελούνται βασικά από μια αντλία, η οποία προσδίδει την κατάλληλη πίεση στο έλαιο, από μια δεξαμενή, από ένα μηχανικό όργανο που εκτελεί το έργο με πίεση και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”